τρύβλιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τρύβλιο | τα | τρύβλια |
| γενική | του | τρυβλίου & τρύβλιου |
των | τρυβλίων |
| αιτιατική | το | τρύβλιο | τα | τρύβλια |
| κλητική | τρύβλιο | τρύβλια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Τρύβλια του χημικού εργαστηρίου.
Ετυμολογία
- τρύβλιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τρύβλιον στη σημασία για την φαρμακευτική
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈtɾi.vli.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρύ‐βλι‐ο
- τονικό παρώνυμο: τρυβλίο
Ουσιαστικό
τρύβλιο ουδέτερο
- (λόγιο, χημεία, φαρμακευτική) (κοίλο) πιατάκι· πορσελάνινο, γυάλινο ή πλαστικό δοχείο του χημικού εργαστηρίου για την κατεργασία ουσιών, όπως για φάρμακα
- άλλες μορφές: τρυβλίο < ελληνιστική κοινή τρυβλίον
-
τρυβλίο Petri στη Βικιπαίδεια
, τρυβλίο καλλιέργειας Πέτρι
Πηγές
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.