πινάκιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | πινάκιον | τὰ | πινάκιᾰ |
| γενική | τοῦ | πινακίου | τῶν | πινακίων |
| δοτική | τῷ | πινακίῳ | τοῖς | πινακίοις |
| αιτιατική | τὸ | πινάκιον | τὰ | πινάκιᾰ |
| κλητική ὦ! | πινάκιον | πινάκιᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πινακίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πινακίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πινάκιον < πίναξ, πινακ- + υποκοριστικό επίθημα -ιον
Ουσιαστικό
πινάκιον, -ου ουδέτερο
- υποκοριστικό του πίναξ, πλακίδιο όπου γράφονταν δικαστικές αποφάσεις ή νόμοι
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- πινάκιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πινάκιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.