χλιδάτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χλιδάτος η χλιδάτη το χλιδάτο
      γενική του χλιδάτου της χλιδάτης του χλιδάτου
    αιτιατική τον χλιδάτο τη χλιδάτη το χλιδάτο
     κλητική χλιδάτε χλιδάτη χλιδάτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χλιδάτοι οι χλιδάτες τα χλιδάτα
      γενική των χλιδάτων των χλιδάτων των χλιδάτων
    αιτιατική τους χλιδάτους τις χλιδάτες τα χλιδάτα
     κλητική χλιδάτοι χλιδάτες χλιδάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χλιδάτος < χλιδ(ή) + -άτος[1]

Επίθετο

χλιδάτος, -η, -ο (λαϊκότροπο)

  1. πλούσιος
  2. πολύτιμος
  3. (με συμφραζόμενα) επιδεικτικός, αυτός που επιδεικνύει τον πλούτο του

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.