fuel

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
fuel fuels

fuel (en)

  1. το καύσιμο
  2. ουσία που τρέφει έναν οργανισμό, τροφή

Ρήμα

ενεστώτας fuel
γ΄ ενικό ενεστώτα fuels
αόριστος fueled
παθητική μετοχή fueled
ενεργητική μετοχή fueling

fuel (en)

  1. τροφοδοτώ οτιδήποτε με κάποια πηγή ενέργειας
    The plant fuels the city with electricity.
    Το εργοστάσιο τροφοδοτεί την πόλη με ρεύμα.
     συνώνυμα: power, feed
  2. (μεταφορικά) τροφοδοτώ
    The economic crisis fuels concern about the future.
    Η οικονομική κρίση τροφοδοτεί την ανησυχία για το μέλλον.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.