ατροποποίητα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ατροποποίητα < ατροποποίητος + -α
Μεταφράσεις
ατροποποίητα
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ατροποποίητα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ατροποποίητος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.