τροποποιήσιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τροποποιήσιμος η τροποποιήσιμη το τροποποιήσιμο
      γενική του τροποποιήσιμου της τροποποιήσιμης του τροποποιήσιμου
    αιτιατική τον τροποποιήσιμο την τροποποιήσιμη το τροποποιήσιμο
     κλητική τροποποιήσιμε τροποποιήσιμη τροποποιήσιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τροποποιήσιμοι οι τροποποιήσιμες τα τροποποιήσιμα
      γενική των τροποποιήσιμων των τροποποιήσιμων των τροποποιήσιμων
    αιτιατική τους τροποποιήσιμους τις τροποποιήσιμες τα τροποποιήσιμα
     κλητική τροποποιήσιμοι τροποποιήσιμες τροποποιήσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τροποποιήσιμος < (τροποποιώ} τροποποιη- + -σιμος, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική modifiable[1])

Επίθετο

τροποποιήσιμος, -η, -ο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. τροποποιήσιμος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.