τροποποιητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τροποποιητικός η τροποποιητική το τροποποιητικό
      γενική του τροποποιητικού της τροποποιητικής του τροποποιητικού
    αιτιατική τον τροποποιητικό την τροποποιητική το τροποποιητικό
     κλητική τροποποιητικέ τροποποιητική τροποποιητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τροποποιητικοί οι τροποποιητικές τα τροποποιητικά
      γενική των τροποποιητικών των τροποποιητικών των τροποποιητικών
    αιτιατική τους τροποποιητικούς τις τροποποιητικές τα τροποποιητικά
     κλητική τροποποιητικοί τροποποιητικές τροποποιητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τροποποιητικός < τροποποιώ + -τικός

Επίθετο

τροποποιητικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.