νιπτήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | νιπτήρας | οι | νιπτήρες |
| γενική | του | νιπτήρα | των | νιπτήρων |
| αιτιατική | τον | νιπτήρα | τους | νιπτήρες |
| κλητική | νιπτήρα | νιπτήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Nιπτήρας σε τουαλέτα.
Ετυμολογία
- νιπτήρας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νιπτήρ από την αιτιατική «τὸν νιπτῆρα» < νίπτω
Ουσιαστικό
νιπτήρας αρσενικό
- δοχείο για το πλύσιμο του προσώπου, στερεωμένο στον τοίχο και συνδεδεμένο με την αποχέτευση
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.