νεοτοποθετηθείς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νεοτοποθετηθείς & νεοτοποθετηθέντας |
η | νεοτοποθετηθείσα | το | νεοτοποθετηθέν |
| γενική | του | νεοτοποθετηθέντος & νεοτοποθετηθέντα |
της | νεοτοποθετηθείσας & νεοτοποθετηθείσης* |
του | νεοτοποθετηθέντος |
| αιτιατική | τον | νεοτοποθετηθέντα | τη | νεοτοποθετηθείσα | το | νεοτοποθετηθέν |
| κλητική | νεοτοποθετηθείς & νεοτοποθετηθέντα |
νεοτοποθετηθείσα | νεοτοποθετηθέν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νεοτοποθετηθέντες | οι | νεοτοποθετηθείσες | τα | νεοτοποθετηθέντα |
| γενική | των | νεοτοποθετηθέντων | των | νεοτοποθετηθεισών | των | νεοτοποθετηθέντων |
| αιτιατική | τους | νεοτοποθετηθέντες | τις | νεοτοποθετηθείσες | τα | νεοτοποθετηθέντα |
| κλητική | νεοτοποθετηθέντες | νεοτοποθετηθείσες | νεοτοποθετηθέντα | |||
| Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- νεοτοποθετηθείς < νεο- + τοποθετηθείς (μετοχή παθητικού αορίστου)
Μεταφράσεις
νεοτοποθετηθείς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.