εκτοξευτήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εκτοξευτήρας | οι | εκτοξευτήρες |
| γενική | του | εκτοξευτήρα | των | εκτοξευτήρων |
| αιτιατική | τον | εκτοξευτήρα | τους | εκτοξευτήρες |
| κλητική | εκτοξευτήρα | εκτοξευτήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εκτοξευτήρας < ρήμα εκτοξεύω + επίθημα -τήρας
Ουσιαστικό
εκτοξευτήρας αρσενικό
- συσκευή, μηχάνημα ή διάταξη εκτόξευσης
- κατευθύνετε τον εκτοξευτήρα του πυροσβεστήρα στη βάση της φωτιάς
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.