εκτοξευτήρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκτοξευτήρας οι εκτοξευτήρες
      γενική του εκτοξευτήρα των εκτοξευτήρων
    αιτιατική τον εκτοξευτήρα τους εκτοξευτήρες
     κλητική εκτοξευτήρα εκτοξευτήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκτοξευτήρας < ρήμα εκτοξεύω + επίθημα -τήρας

Ουσιαστικό

εκτοξευτήρας αρσενικό

  1. συσκευή, μηχάνημα ή διάταξη εκτόξευσης
    κατευθύνετε τον εκτοξευτήρα του πυροσβεστήρα στη βάση της φωτιάς

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.