εκτοξευτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εκτοξευτής | οι | εκτοξευτές |
| γενική | του | εκτοξευτή | των | εκτοξευτών |
| αιτιατική | τον | εκτοξευτή | τους | εκτοξευτές |
| κλητική | εκτοξευτή | εκτοξευτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εκτοξευτής < εκτοξεύω + -τής
Μεταφράσεις
εκτοξευτής
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.