τοξεύτρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τοξεύτρα οι τοξεύτρες
      γενική της τοξεύτρας
    αιτιατική την τοξεύτρα τις τοξεύτρες
     κλητική τοξεύτρα τοξεύτρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τοξεύτρα < τοξευτής + κατάληξη θηλυκού -τρα

Ουσιαστικό

τοξεύτρα θηλυκό

Πηγές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.