εκτοξευτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκτοξευτικός | η | εκτοξευτική | το | εκτοξευτικό |
| γενική | του | εκτοξευτικού | της | εκτοξευτικής | του | εκτοξευτικού |
| αιτιατική | τον | εκτοξευτικό | την | εκτοξευτική | το | εκτοξευτικό |
| κλητική | εκτοξευτικέ | εκτοξευτική | εκτοξευτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκτοξευτικοί | οι | εκτοξευτικές | τα | εκτοξευτικά |
| γενική | των | εκτοξευτικών | των | εκτοξευτικών | των | εκτοξευτικών |
| αιτιατική | τους | εκτοξευτικούς | τις | εκτοξευτικές | τα | εκτοξευτικά |
| κλητική | εκτοξευτικοί | εκτοξευτικές | εκτοξευτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εκτοξευτικός < εκτοξευτής + -ικός
Επίθετο
εκτοξευτικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις
εκτοξευτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.