τζατζίκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τζατζίκι | τα | τζατζίκια |
| γενική | του | τζατζικιού | των | τζατζικιών |
| αιτιατική | το | τζατζίκι | τα | τζατζίκια |
| κλητική | τζατζίκι | τζατζίκια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Τζατζίκι με φέτα ψωμί
Ετυμολογία
- τζατζίκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική cacık + -ι
Προφορά
- ΔΦΑ : /d͡zaˈd͡zi.ci/
Ουσιαστικό
τζατζίκι ουδέτερο (παλιότερα και "σατζίκι")
- (γαστρονομία) ορεκτικό που παρασκευάζεται με γιαούρτι, τριμμένο αγγούρι, σκόρδο, λάδι, ξύδι, αλάτι και πιπέρι και συνοδεύει κρέας, λαχανικά ή απλώς μια φέτα ψωμί
- μία μερίδα τζατζίκι
- (συνεκδοχικά) ένα πιάτο από το παραπάνω ορεκτικό όπως σερβίρεται σε εστιατόρια, ταβέρνες, ψητοπωλεία κ.λπ.
- να παραγγείλουμε ένα τζατζίκι ακόμη
Συγγενικά
-
τζατζίκι στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.