τζαμτζής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τζαμτζής οι τζαμτζήδες
      γενική του τζαμτζή των τζαμτζήδων
    αιτιατική τον τζαμτζή τους τζαμτζήδες
     κλητική τζαμτζή τζαμτζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τζαμτζής < τζάμι + -τζής

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τζαμτζής οι τζαμτζήδες
      γενική του τζαμτζή των τζαμτζήδων
    αιτιατική τον τζαμτζή τους τζαμτζήδες
     κλητική τζαμτζή τζαμτζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

τζαμτζής αρσενικό

  1. (επάγγελμα) τεχνίτης που κόβει, πουλά ή τοποθετεί τζάμια σε πόρτες, παράθυρα και φωταγωγούς
  2. τεχνίτης που κατασκευάζει τζαμόπορτες και τζαμαρίες
  3. ιδιοκτήτης τζαμάδικου

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.