τζαμτζής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τζαμτζής | οι | τζαμτζήδες |
| γενική | του | τζαμτζή | των | τζαμτζήδων |
| αιτιατική | τον | τζαμτζή | τους | τζαμτζήδες |
| κλητική | τζαμτζή | τζαμτζήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τζαμτζής | οι | τζαμτζήδες |
| γενική | του | τζαμτζή | των | τζαμτζήδων |
| αιτιατική | τον | τζαμτζή | τους | τζαμτζήδες |
| κλητική | τζαμτζή | τζαμτζήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
τζαμτζής αρσενικό
- (επάγγελμα) τεχνίτης που κόβει, πουλά ή τοποθετεί τζάμια σε πόρτες, παράθυρα και φωταγωγούς
- τεχνίτης που κατασκευάζει τζαμόπορτες και τζαμαρίες
- ιδιοκτήτης τζαμάδικου
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
τζαμτζής
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.