vitre

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

vitre < λατινική vitrum

Προφορά

ΔΦΑ : /vitʁ/
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
vitre vitres

vitre (fr) θηλυκό

  1. ο υαλοπίνακας, το τζάμι
    poseur de vitres - υαλοτεχνικός
  2. το τζάμι ενός οχήματος
    cette voiture a des vitres teintées - αυτό το αυτοκίνητο έχει φυμέ τζάμια
  3. το σύνολο του τζαμιού και του σασί
    j'ai baissé la vitre pour parler au gendarme - κατέβασα το τζάμι για να μιλήσω στον χωροφύλακα

Συγγενικά

Σύνθετα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.