τετραρχία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τετραρχία οι τετραρχίες
      γενική της τετραρχίας των τετραρχιών
    αιτιατική την τετραρχία τις τετραρχίες
     κλητική τετραρχία τετραρχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τετραρχία < αρχαία ελληνική τετραρχία[1] (παλιότερη λέξη από το τετράρχης). Συγχρονικά αναλύεται σε τετρ- + -αρχία

Προφορά

ΔΦΑ : /te.tɾaɾˈçi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τετραρχία

Ουσιαστικό

τετραρχία θηλυκό

  1. (ιστορία, πολιτική, στην αρχαιότητα) σύστημα διοίκησης με χώρα ή τόπο διαιρεμένο σε τέσσερα μέρη ή επαρχίες με ξεχωριστή διοίκηση
  2. (ιστορία) σύστημα διακυβέρνησης που δημιουργήθηκε από τον ρωμαίο αυτοκράτορα Διοκλητιανό, με τη διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε τέσσερις επαρχίες ή τετραρχίες
  3. το καθένα από τα τέσσερα μέρη της τετραρχίας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.