τετράρχης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τετράρχης | οι | τετράρχες |
| γενική | του | τετράρχη | των | τετραρχών |
| αιτιατική | τον | τετράρχη | τους | τετράρχες |
| κλητική | τετράρχη | τετράρχες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τετράρχης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τετράρχης. Συγχρονικά αναλύεται σε τετρ- + -άρχης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.