τετράρριχτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τετράρριχτος η τετράρριχτη το τετράρριχτο
      γενική του τετράρριχτου της τετράρριχτης του τετράρριχτου
    αιτιατική τον τετράρριχτο την τετράρριχτη το τετράρριχτο
     κλητική τετράρριχτε τετράρριχτη τετράρριχτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τετράρριχτοι οι τετράρριχτες τα τετράρριχτα
      γενική των τετράρριχτων των τετράρριχτων των τετράρριχτων
    αιτιατική τους τετράρριχτους τις τετράρριχτες τα τετράρριχτα
     κλητική τετράρριχτοι τετράρριχτες τετράρριχτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τετράρριχτος < τετρά- + -ρριχτος (ριχτός) < ρίχνω

Επίθετο

τετράρριχτος, -η, -ο

  • άλλη γραφή του τετράριχτος
      Πρόκειται για διώροφο κτίριο με υπόγειο, σκεπάζεται με τετράρριχτη κεραμοσκεπή και περιβάλλεται δυτικά και βόρεια από τον κήπο του (Οικία Ματάλα, Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, ανακτήθηκε στις 31/12/2022 )
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.