τετράδραχμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τετράδραχμος | η | τετράδραχμη | το | τετράδραχμο |
| γενική | του | τετράδραχμου | της | τετράδραχμης | του | τετράδραχμου |
| αιτιατική | τον | τετράδραχμο | την | τετράδραχμη | το | τετράδραχμο |
| κλητική | τετράδραχμε | τετράδραχμη | τετράδραχμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τετράδραχμοι | οι | τετράδραχμες | τα | τετράδραχμα |
| γενική | των | τετράδραχμων | των | τετράδραχμων | των | τετράδραχμων |
| αιτιατική | τους | τετράδραχμους | τις | τετράδραχμες | τα | τετράδραχμα |
| κλητική | τετράδραχμοι | τετράδραχμες | τετράδραχμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τετράδραχμος < αρχαία ελληνική τετράδραχμος. Συγχρονικά αναλύεται σε τετρά- + -δραχμος
Προφορά
- ΔΦΑ : /teˈtɾa.ðɾax.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐τρά‐δραχ‐μος
Μεταφράσεις
τετράδραχμος
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | τετράδραχμος | τὸ | τετράδραχμον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | τετραδράχμου | τοῦ | τετραδράχμου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | τετραδράχμῳ | τῷ | τετραδράχμῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | τετράδραχμον | τὸ | τετράδραχμον | ||
| κλητική ὦ! | τετράδραχμε | τετράδραχμον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | τετράδραχμοι | τὰ | τετράδραχμᾰ | ||
| γενική | τῶν | τετραδράχμων | τῶν | τετραδράχμων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | τετραδράχμοις | τοῖς | τετραδράχμοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | τετραδράχμους | τὰ | τετράδραχμᾰ | ||
| κλητική ὦ! | τετράδραχμοι | τετράδραχμᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τετραδράχμω | τὼ | τετραδράχμω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | τετραδράχμοιν | τοῖν | τετραδράχμοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τετράδραχμος < τετρά- + -δραχμος
Πηγές
- τετράδραχμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.