τετράγωνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τετράγωνος η τετράγωνη το τετράγωνο
      γενική του τετράγωνου της τετράγωνης του τετράγωνου
    αιτιατική τον τετράγωνο την τετράγωνη το τετράγωνο
     κλητική τετράγωνε τετράγωνη τετράγωνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τετράγωνοι οι τετράγωνες τα τετράγωνα
      γενική των τετράγωνων των τετράγωνων των τετράγωνων
    αιτιατική τους τετράγωνους τις τετράγωνες τα τετράγωνα
     κλητική τετράγωνοι τετράγωνες τετράγωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τετράγωνος < αρχαία ελληνική τετράγωνος < τετράς + γωνία

Προφορά

ΔΦΑ : /teˈtɾa.ɣo.nos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /teˈtɾa.ɣo.ni/ θηλυκό
ΔΦΑ : /teˈtɾa.ɣo.no/ ουδέτερο

Επίθετο

τετράγωνος

  1. που έχει το σχήμα του τετραγώνου
  2. που είναι γωνιώδης, που έχει ορθές γωνίες
  3. (μεταφορικά) που βρίσκεται και δομείται μέσα σε αυστηρά όρια, που αναλύει και κατηγοριοποιεί με αυστηρό τρόπο
    τετράγωνη σκέψη
  4. (χαρακτηρισμός) γεροδεμένος κι ευτραφής άνθρωπος
  5. το ουδέτερο ως ουσ: Το τετράγωνο  δείτε τη λέξη 

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

τετράγωνος < τετράς + γωνία

Επίθετο

τετράγωνος

  1. τετράγωνος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.