τετραγωνισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τετραγωνισμός οι τετραγωνισμοί
      γενική του τετραγωνισμού των τετραγωνισμών
    αιτιατική τον τετραγωνισμό τους τετραγωνισμούς
     κλητική τετραγωνισμέ τετραγωνισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τετραγωνισμός < αρχαία ελληνική τετραγωνισμός < τετραγωνίζω < τετράγωνον

Ουσιαστικό

τετραγωνισμός αρσενικό

  1. (μαθηματικά) η κατασκευή τετραγώνου, που έχει ίδιο εμβαδόν με άλλο σχήμα, μόνο με τη χρήση χάρακα και διαβήτη
  2. (μαθηματικά) η ύψωση ενός αριθμού στο τετράγωνο

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.