carré
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ʁe/
- ⓘ
Επίθετο
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | carré | carrés |
| θηλυκό | carrée | carrées |
carré (fr)
- (μαθηματικά)τετραγωνικός
- ↪ la racine carrée de 4 est égale à 2 - η τετραγωνική ρίζα του 4 είναι 2
- (μεταφορικά) ντόμπρος, ευθύς
- (μεταφορικά) τετράγωνος, του οποίου το φέρσιμο δείχνει έλλειψη ευελιξίας
- ↪ il est très carré dans sa réflexion - είναι πολύ τετράγωνος/φέρεται πολύ τετραγωνικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.