τερματοφύλακας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η τερματοφύλακας οι τερματοφύλακες
      γενική του
του/της
τερματοφύλακα
τερματοφύλακος
των τερματοφυλάκων
    αιτιατική τον/την τερματοφύλακα τους/τις τερματοφύλακες
     κλητική τερματοφύλακα τερματοφύλακες
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας».
Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
τερματοφύλακας σε αγώνα χόκεϊ

Ετυμολογία

τερματοφύλακας < τέρμα (του τέρματος) + -ο- + -φύλακας, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική goalkeeper[1]

Ουσιαστικό

τερματοφύλακας αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.