keeper
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| keeper | keepers |
Ετυμολογία
- keeper < (κληρονομημένο) μέση αγγλική kepere. Μορφολογικά αναλύεται σε keep + -er
Ουσιαστικό
keeper (en)
- φύλακας
- (αθλητισμός) ο/η τερματοφύλακας
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη goalkeeper
Ολλανδικά (nl)
Ετυμολογία
- keeper < (άμεσο δάνειο) αγγλική keeper
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.