τενίστας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τενίστας | οι | τενίστες |
| γενική | του | τενίστα | των | τενιστών |
| αιτιατική | τον | τενίστα | τους | τενίστες |
| κλητική | τενίστα | τενίστες | ||
| Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

τενίστας στην Αυστραλία το 1935
Ετυμολογία
- τενίστας < (άμεσο δάνειο) ιταλική tennista+ -ς < αγγλική tennis < παλαιά γαλλικά tenez < tenir (κρατώ) < δημώδης λατινική *tenire < λατινική tenere, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος teneo < πρωτοϊταλική *tenēō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ten- (τείνω)
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τένις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.