τενίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τενίστρια | οι | τενίστριες |
| γενική | της | τενίστριας | των | τενιστριών |
| αιτιατική | την | τενίστρια | τις | τενίστριες |
| κλητική | τενίστρια | τενίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τένις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.