αντισφαιριστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αντισφαιριστής | οι | αντισφαιριστές |
| γενική | του | αντισφαιριστή | των | αντισφαιριστών |
| αιτιατική | τον | αντισφαιριστή | τους | αντισφαιριστές |
| κλητική | αντισφαιριστή | αντισφαιριστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αντισφαιριστής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
αντισφαιριστής αρσενικό (θηλυκό αντισφαιρίστρια)
- (αθλητισμός, επίσημο, επάγγελμα) ο τενίστας
Συγγενικά
Μεταφράσεις
αντισφαιριστής
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.