operator

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

operator < (άμεσο δάνειο) λατινική operator

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɒpəˌɹeɪtə/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: operator

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
operator operators

operator (en)

  1. χειριστής
  2. τηλεφωνικό κέντρο
    (συνεκδοχικά) υπάλληλος (τηλεφωνητής ή τηλεφωνήτρια) του παραπάνω κέντρου
  3. (μαθηματικά) τελεστής
    δείτε επίσης: operator (mathematics) στην αγγλική Βικιπαίδεια
  4. (προγραμματισμός) τελεστής
    δείτε επίσης: operator (computer programming) στην αγγλική Βικιπαίδεια

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

  • operator στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.