ταχυδακτυλουργία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ταχυδακτυλουργία | οι | ταχυδακτυλουργίες |
| γενική | της | ταχυδακτυλουργίας | των | ταχυδακτυλουργιών |
| αιτιατική | την | ταχυδακτυλουργία | τις | ταχυδακτυλουργίες |
| κλητική | ταχυδακτυλουργία | ταχυδακτυλουργίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ta.çi.ða.kti.luɾˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐χυ‐δα‐κτυ‐λουρ‐γί‐α
Ουσιαστικό
ταχυδακτυλουργία θηλυκό
- το να είναι κάποιος ταχυδακτυλουργός
- (μεταφορικά) πονηριά και απάτη που χρησιμοποιούνται για ιδιοτελείς σκοπούς
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ταχυδακτυλουργός, ταχύς, δάκτυλο και έργο
Μεταφράσεις
Αναφορές
- σελ. 982, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.