πολυταξιδεύω
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
- πολυταξιδεμένος
- → δείτε τις λέξεις πολύ, ταξιδεύω, τάξη και τάσσω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πολυταξιδεύω | πολυταξίδευα | θα πολυταξιδεύω | να πολυταξιδεύω | πολυταξιδεύοντας | |
| β' ενικ. | πολυταξιδεύεις | πολυταξίδευες | θα πολυταξιδεύεις | να πολυταξιδεύεις | πολυταξίδευε | |
| γ' ενικ. | πολυταξιδεύει | πολυταξίδευε | θα πολυταξιδεύει | να πολυταξιδεύει | ||
| α' πληθ. | πολυταξιδεύουμε | πολυταξιδεύαμε | θα πολυταξιδεύουμε | να πολυταξιδεύουμε | ||
| β' πληθ. | πολυταξιδεύετε | πολυταξιδεύατε | θα πολυταξιδεύετε | να πολυταξιδεύετε | πολυταξιδεύετε | |
| γ' πληθ. | πολυταξιδεύουν(ε) | πολυταξίδευαν πολυταξιδεύαν(ε) |
θα πολυταξιδεύουν(ε) | να πολυταξιδεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πολυταξίδεψα | θα πολυταξιδέψω | να πολυταξιδέψω | πολυταξιδέψει | ||
| β' ενικ. | πολυταξίδεψες | θα πολυταξιδέψεις | να πολυταξιδέψεις | πολυταξίδεψε | ||
| γ' ενικ. | πολυταξίδεψε | θα πολυταξιδέψει | να πολυταξιδέψει | |||
| α' πληθ. | πολυταξιδέψαμε | θα πολυταξιδέψουμε | να πολυταξιδέψουμε | |||
| β' πληθ. | πολυταξιδέψατε | θα πολυταξιδέψετε | να πολυταξιδέψετε | πολυταξιδέψτε | ||
| γ' πληθ. | πολυταξίδεψαν πολυταξιδέψαν(ε) |
θα πολυταξιδέψουν(ε) | να πολυταξιδέψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πολυταξιδέψει | είχα πολυταξιδέψει | θα έχω πολυταξιδέψει | να έχω πολυταξιδέψει | ||
| β' ενικ. | έχεις πολυταξιδέψει | είχες πολυταξιδέψει | θα έχεις πολυταξιδέψει | να έχεις πολυταξιδέψει | ||
| γ' ενικ. | έχει πολυταξιδέψει | είχε πολυταξιδέψει | θα έχει πολυταξιδέψει | να έχει πολυταξιδέψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πολυταξιδέψει | είχαμε πολυταξιδέψει | θα έχουμε πολυταξιδέψει | να έχουμε πολυταξιδέψει | ||
| β' πληθ. | έχετε πολυταξιδέψει | είχατε πολυταξιδέψει | θα έχετε πολυταξιδέψει | να έχετε πολυταξιδέψει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πολυταξιδέψει | είχαν πολυταξιδέψει | θα έχουν πολυταξιδέψει | να έχουν πολυταξιδέψει |
| |
Μεταφράσεις
πολυταξιδεύω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.