δρομολόγιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δρομολόγιο | τα | δρομολόγια |
| γενική | του | δρομολόγιου & δρομολογίου |
των | δρομολόγιων & δρομολογίων |
| αιτιατική | το | δρομολόγιο | τα | δρομολόγια |
| κλητική | δρομολόγιο | δρομολόγια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðɾo.moˈlo.ʝi.o/
Ουσιαστικό
δρομολόγιο ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.