ταξιτζίνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ταξιτζίνα | οι | ταξιτζίνες |
| γενική | της | ταξιτζίνας | των | ταξιτζίνων |
| αιτιατική | την | ταξιτζίνα | τις | ταξιτζίνες |
| κλητική | ταξιτζίνα | ταξιτζίνες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ταξί
Μεταφράσεις
ταξιτζίνα
|
→ δείτε τη λέξη ταξιτζού |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.