ταξιτζού
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ταξιτζού | οι | ταξιτζούδες |
| γενική | της | ταξιτζούς | των | ταξιτζούδων |
| αιτιατική | την | ταξιτζού | τις | ταξιτζούδες |
| κλητική | ταξιτζού | ταξιτζούδες | ||
| Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ταξιτζού < ταξιτζ(ής) + κατάληξη θηλυκού -ού
Προφορά
- ΔΦΑ : /ta.ksiˈd͡zu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐ξι‐τζού
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ταξί
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ταξιτζής
ταξιτζού
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.