σοτάρω

Νέα ελληνικά (el)

σοτάροντας πιπεριές και κρεμμύδια

Ετυμολογία

σοτάρω < σοτέ + -άρω

Ρήμα

σοτάρω

  • (μαγειρική) τσιγαρίζω
    Ζεσταίνουμε μια κατσαρόλα σε μέτρια φωτιά, ρίχνουμε το μισό ελαιόλαδο και σοτάρουμε ελαφρώς το κρεμμύδι και τις πιπεριές. Αλατίζουμε, προσθέτουμε το πλιγούρι και σοτάρουμε για 1 λεπτό. (*)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.