τάπωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τάπωμα τα ταπώματα
      γενική του ταπώματος των ταπωμάτων
    αιτιατική το τάπωμα τα ταπώματα
     κλητική τάπωμα ταπώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τάπωμα < ταπώνω + -μα

Ουσιαστικό

τάπωμα ουδέτερο

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ταπώνω
  2. (συνεκδοχικά) η τάπα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.