τάκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τάκος | οι | τάκοι |
| γενική | του | τάκου | των | τάκων |
| αιτιατική | τον | τάκο | τους | τάκους |
| κλητική | τάκε | τάκοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈta.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τά‐κος
Ουσιαστικό
τάκος αρσενικό
- κομμάτι ξύλου που χρησιμοποιείται για υποστήριξη
- για να είναι πιο στέρεο το κάρφωμα σε τοίχο
- κατασκευή με επικλινή πλευρά για την ακινητοποίηση μεγάλου αντικειμένου
- ↪ Βάζουμε τάκους στους τροχούς, για να μη φύγει το αυτοκίνητο.
- (στρατιωτικός όρος, προφορικό) η αναφορά
- ↪ βγάζω στον τάκο (βγάζω στην αναφορά)
- κομμάτι από ξερό ψωμί
- (μεταφορικά) η όμορφη γυναίκα
- (μεταφορικά, μειωτικό) ηλίθιος άνθρωπος
- (αργκό) μεγάλο κομμάτι χασίς
- ντάκος
Εκφράσεις
Μεταφράσεις
κομμάτι ξύλο για στήριγμα
|
|
στρατιωτική αναφορά
|
→ δείτε τη λέξη αναφορά |
όμορφη γυναίκα
|
→ δείτε τη λέξη καλλονή |
ξερό ψωμί
|
|
Αναφορές
- τάκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- τάκος pdf - Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'τάκος'.
- καρτέλες «τάκος» - Ψηφιακό Αρχείο Γεωργακά - Κέντρο Ελληνικής λωσσας (κλικ πάνω στην εικόνα, για να μεταφθερθείτε με τόξα στην επόμενη καρτέλα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.