καλλονή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλλονή οι καλλονές
      γενική της καλλονής των καλλονών
    αιτιατική την καλλονή τις καλλονές
     κλητική καλλονή καλλονές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καλλονή < αρχαία ελληνική καλλονή

Ουσιαστικό

καλλονή θηλυκό

  1. το κάλλος, η ομορφιά
  2. η εξαιρετικά όμορφη γυναίκα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ουσιαστικό

καλλονή θηλυκό

  1. η ομορφιά
  2. (μεταφορικά) η ηθική ομορφιά
  3. (για πράγματα) η εξαιρετική ποιότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.