σιτοφόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σιτοφόρος η σιτοφόρος
& σιτοφόρα
το σιτοφόρο
      γενική του σιτοφόρου της σιτοφόρου
& σιτοφόρας
του σιτοφόρου
    αιτιατική τον σιτοφόρο τη σιτοφόρο
& σιτοφόρα
το σιτοφόρο
     κλητική σιτοφόρε σιτοφόρε
& σιτοφόρα
σιτοφόρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σιτοφόροι οι σιτοφόροι
& σιτοφόρες
τα σιτοφόρα
      γενική των σιτοφόρων των σιτοφόρων των σιτοφόρων
    αιτιατική τους σιτοφόρους τις σιτοφόρους
& σιτοφόρες
τα σιτοφόρα
     κλητική σιτοφόροι σιτοφόροι
& σιτοφόρες
σιτοφόρα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σιτοφόρος < σιτο- + -φόρος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /si.toˈfo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σιτοφόρος

Επίθετο

σιτοφόρος, -ος/-α, -ο

  • (λόγιο, για μέρη) που μπορεί να καλλιεργήσει σιτάρι

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.