σιτοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σιτοφόρος | η | σιτοφόρος & σιτοφόρα |
το | σιτοφόρο |
| γενική | του | σιτοφόρου | της | σιτοφόρου & σιτοφόρας |
του | σιτοφόρου |
| αιτιατική | τον | σιτοφόρο | τη | σιτοφόρο & σιτοφόρα |
το | σιτοφόρο |
| κλητική | σιτοφόρε | σιτοφόρε & σιτοφόρα |
σιτοφόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σιτοφόροι | οι | σιτοφόροι & σιτοφόρες |
τα | σιτοφόρα |
| γενική | των | σιτοφόρων | των | σιτοφόρων | των | σιτοφόρων |
| αιτιατική | τους | σιτοφόρους | τις | σιτοφόρους & σιτοφόρες |
τα | σιτοφόρα |
| κλητική | σιτοφόροι | σιτοφόροι & σιτοφόρες |
σιτοφόρα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.toˈfo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐το‐φό‐ρος
Επίθετο
σιτοφόρος, -ος/-α, -ο
- (λόγιο, για μέρη) που μπορεί να καλλιεργήσει σιτάρι
Μεταφράσεις
σιτοφόρος
|
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.