σιτοδεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σιτοδεία | οι | σιτοδείες |
| γενική | της | σιτοδείας | των | σιτοδειών |
| αιτιατική | τη | σιτοδεία | τις | σιτοδείες |
| κλητική | σιτοδεία | σιτοδείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σιτοδεία < αρχαία ελληνική σιτοδεία < σῖτος + δεία
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.toˈði.a/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.