σιτοπομπία

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

σιτοπομπία < σῖτος πέμπω

Ουσιαστικό

σιτοπομπία θηλυκό

  1. η μεταφορά σίτου υπο συνοδεία
  2. ο εφοδιασμός με σιτηρά

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.