σίτησις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

σίτησις < σῖτος

Ουσιαστικό

σίτησις θηλυκό (της σιτήσεως)

  1. η κατανάλωση φαγητού, η διατροφή,
  2. η διατροφή με δημόσια δαπάνη
    σίτησις' ἐν Πρυτανείῳ

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.