σίτησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- σίτησις < σῖτος
Ουσιαστικό
σίτησις θηλυκό (της σιτήσεως)
- η κατανάλωση φαγητού, η διατροφή,
- η διατροφή με δημόσια δαπάνη
- σίτησις' ἐν Πρυτανείῳ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.