σιτεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σιτεύω < αρχαία ελληνική σιτεύω[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /siˈte.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐τεύ‐ω
Ρήμα
σιτεύω
Μεταφράσεις
σιτεύω
|
|
- ως ρήμα μεταβατικό: παρέχω άφθονη τροφή στο ζώο προς πάχυνση· ως ρήμα αμετάβατο: (για κρέατα σφαγίων ή θηράματα) η παραμονή τους για κάποιο χρονικό διάστημα αμαγείρευτα για να γίνουν τρυφερότερα.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.