σιτίον

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

σιτίον < σῖτος

Ουσιαστικό

σιτίον ουδέτερο και πιο συχνό στον πληθ. τα σιτία

  1. κόκκος σίτου, το σιτάρι
  2. το ψωμί
    ἀπὸ ὀλυρέων ποιεῦνται σιτία
  3. ζωοτροφή (συνήθως στον πληθ.) και σκυλοτροφή
  4. διατροφή με δημόσια δαπάνη
  5. γενικά προμήθειες για τη διατροφή στρατιωτών
    σιτία ἡμερῶν τριῶν


Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.