σύνθλιψις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σύνθλιψῐς αἱ συνθλίψεις
      γενική τῆς συνθλίψεως τῶν συνθλίψεων
      δοτική τῇ συνθλίψει ταῖς συνθλίψεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σύνθλιψῐν τὰς συνθλίψεις
     κλητική ! σύνθλιψῐ συνθλίψεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συνθλίψει
γεν-δοτ τοῖν  συνθλιψέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σύνθλιψις < συνθλίβ(ω) + -σις > -ψις. Μορφολογικά αναλύεται σε σύν- + θλῖψις.

Ουσιαστικό

σύνθλιψις, -εως θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.