δυσεπίλυτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δυσεπίλυτος | η | δυσεπίλυτη | το | δυσεπίλυτο |
| γενική | του | δυσεπίλυτου | της | δυσεπίλυτης | του | δυσεπίλυτου |
| αιτιατική | τον | δυσεπίλυτο | τη | δυσεπίλυτη | το | δυσεπίλυτο |
| κλητική | δυσεπίλυτε | δυσεπίλυτη | δυσεπίλυτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δυσεπίλυτοι | οι | δυσεπίλυτες | τα | δυσεπίλυτα |
| γενική | των | δυσεπίλυτων | των | δυσεπίλυτων | των | δυσεπίλυτων |
| αιτιατική | τους | δυσεπίλυτους | τις | δυσεπίλυτες | τα | δυσεπίλυτα |
| κλητική | δυσεπίλυτοι | δυσεπίλυτες | δυσεπίλυτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
δυσεπίλυτος, -η, -ο
- που δύσκολα μπορεί να επιλυθεί
- δυσεπίλυτο πρόβλημα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.