ακρόπολη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ακρόπολη | οι | ακροπόλεις |
| γενική | της | ακρόπολης* | των | ακροπόλεων |
| αιτιατική | την | ακρόπολη | τις | ακροπόλεις |
| κλητική | ακρόπολη | ακροπόλεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ακροπόλεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Η ακρόπολη της Λίνδου
Ετυμολογία
- ακρόπολη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκρόπολις + -η. Συγχρονικά αναλύεται σε ακρό- + -πολη[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈkɾo.po.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κρό‐πο‐λη
Ουσιαστικό
ακρόπολη θηλυκό
- (αρχαιολογία) ύψωμα που παρείχε προστασία και γι' αυτό το λόγο γινόταν ο τόπος εγκατάστασης ενός οικισμού κατά τους προϊστορικούς χρόνους
- το υψηλότερο μέρος μιας αρχαίας ή βυζαντινής πόλης. Εκεί έβρισκαν οι πολίτες της ένα ύστατο καταφύγιο σε περίπτωση πολέμου
- (μεταφορικά) ο τόπος που συνδέθηκε καθοριστικά με την ανάπτυξη και την πορεία ενός λαού ή κινήματος κλπ
Αναφορές
- ακρόπολη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.