σύγκλιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σύγκλιση | οι | συγκλίσεις |
| γενική | της | σύγκλισης* | των | συγκλίσεων |
| αιτιατική | τη | σύγκλιση | τις | συγκλίσεις |
| κλητική | σύγκλιση | συγκλίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, συγκλίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σύγκλιση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σύγκλισις (στενοπορία) < αρχαία ελληνική συγκλίνω < σύγ- + κλί(νω) + -ση, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική convergence[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsiŋ.ɡli.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύ‐γκλι‐ση
- παλιότερος συλλαβισμός : σύγ‐κλι‐ση
- ομόηχα: σύγκλειση, σύγκληση, σύγκλυση
Μεταφράσεις
σύγκλιση
Αναφορές
- σύγκλιση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.