σύγκλειση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σύγκλειση | οι | συγκλείσεις |
| γενική | της | σύγκλεισης* | των | συγκλείσεων |
| αιτιατική | τη | σύγκλειση | τις | συγκλείσεις |
| κλητική | σύγκλειση | συγκλείσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, συγκλείσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsiŋ.ɡli.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύ‐γκλει‐ση
- παλιότερος συλλαβισμός : σύγ‐κλει‐ση
- ομόηχα: σύγκληση, σύγκλιση, σύγκλυση
Μεταφράσεις
σύγκλειση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.