σύγκλυση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύγκλυση οι συγκλύσεις
      γενική της σύγκλυσης* των συγκλύσεων
    αιτιατική τη σύγκλυση τις συγκλύσεις
     κλητική σύγκλυση συγκλύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συγκλύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σύγκλυση < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική σύγκληση (πλημμύρα) < συγκλύζω. Μορφολογικά αναλύεται σε σύγ- + κλύ(ζω) + -ση

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsiŋ.ɡli.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύγκλυση
παλιότερος συλλαβισμός: σύγκλυση
ομόηχα: σύγκλειση, σύγκληση, σύγκλιση

Ουσιαστικό

σύγκλυση θηλυκό

  1. πλημμύρα
  2. (μετεωρολογία) πολυομβρία, ραγδαία βροχή
     συνώνυμα: κατακλυσμός

Συγγενικά

  • σύγκλυς

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.